top

Σπυρίδων ... Η Παρακαταθήκη

Λόγος του Μητροπολίτη Ιταλίας Σπυρίδωνος
στην Έκτακτη Σύνοδο των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων της Ευρώπης
για τον επανευαγγελισμό της Γηραιάς Ηπείρου
( Βατικανό - 2 Δεκεμβρίου 1991 )

Μακαριώτατε Πάτερ,
Σεβάσμιοι Συνοδικοὶ Πατέρες,
Ἀδελφαὶ καὶ Ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ,

πρόσκλησις “ἀδελφικῶν ἀντιπροσώπων” -ὀρθοδόξων, ἀγγλικανῶν καὶ προτεσταντῶν- εἰς τὴν Σύνοδον ταύτην τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἱεραρχίας τῆς Εὐρώπης, ἀποτελεῖ ἀναμφιβόλως ἕν ἔτι θετικὸν βῆμα ἐν τῇ μακρᾷ καὶ κοπιώδει ἡμῶν πορείᾳ πρὸς τὴν ἑνότητα, ἥν ἐπιποθοῦσιν ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας καὶ πάντες οἱ ἀληθεῖς αὐτοῦ ἀκόλουθοι. Ἑπομένως δὲν δυνάμεθα παρὰ να εἴμεθα εὐτυχεῖς διὰ τὴν παρεχομένην ἡμῖν δυνατότητα, ὅπως οὐχὶ μόνον παρακολουθήσωμεν τάς ἐργασίας ρωμαιοκαθολικῆς Συνόδου τοιαύτης σημασίας, ἀλλὰ καὶ ὅπως, διὰ πρώτην φοράν, παρέμβωμεν τόσον ἐν ταῖς συνελεύσεσι τῆς ὁλομελείας, ὅσον καὶ ἐν ταῖς “ὁμάσιν ἐργασίας”.

Βεβαίως, ἐπιθυμία ἡμῶν ἦτο νὰ εἶχον ἀποδεχθῆ τὴν ἀπευθυνθεῖσαν αὐταῖς πρόσκλησιν καὶ νὰ ἦσαν παροῦσαι ἐνταῦθα, διὰ τῶν “ἀδελφικῶν ἀντιπροσώπων” αὐτῶν, ὅλαι αἱ προσκληθεῖσαι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι. Θὰ ἠδυνάμεθα οὕτω νὰ ἀκούσωμεν ἀπ' εὐθείας τὴν φωνὴν τῶν Ἐκκλησιῶν τούτων, αἱ πλείονες τῶν ὁποίων βιώνουν ἐντόνως τὸ πρόβλημα τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν πιστῶν των καὶ ἐνδιαφέρονται ἰδιαιτέρως δι' αὐτό.

Δυστυχῶς ἡ παρουσία των, ἤτοι τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικὴς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δὲν κατέστη δυνατή. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ἐν τῇ συντονιστικῇ αὐτοῦ εὐθύνῃ διὰ τὸ σύνολον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῷ ἐκφράζει τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν κατανόησιν αὐτοῦ διὰ τοὺς λόγους, οἵτινες ὑπηγόρευσαν τὴν ἀπόφασιν ταύτην τῶν ὡς ἄνω Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀπέστειλε τὸν “ἀδελφικὸν ἀντιπρόσωπον” αὐτοῦ διὰ νὰ ἐκθέσῃ εἰς τὴν σεβασμίαν ταύτην Σύνοδον τοὺς λόγους τούτους καὶ νὰ παρουσιάση τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται αἱ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν σχέσεις ἐν τῇ πλειονότητι τῶν ὀρθοδόξου παραδόσεως χωρῶν, αἵτινες ἀπηλευθερώθησαν προσφάτως ἀπὸ τοῦ κομμουνιστικοῦ ζυγοῦ.

*  *  *

Ὅσον περίπλοκοι καὶ διαφοροποιημένοι δύνανται νὰ φαίνωνται οἱ λόγοι, εἰς οὕς ὀφείλεται ἡ ἀπουσία τῶν “ἀδελφικῶν ἀντιπροσώπων” τῶν ὡς ἄνω Ἐκκλησιῶν -ἐν ταῖς ἀρχαίαις καὶ παραδοσιακαῖς κανονικαῖς δικαιοδοσίαις τῶν ὁποίων καλούμεθα νῦν ὅπως ἀναλάβωμεν ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἐν ἀνανεωμένῳ πνεύματι οἰκουμενικῆς συνεργασίας σπουδαῖον ἔργον εὐαγγελισμοῦ- οὗτοι δύνανται νὰ συνοψισθοῦν ὡς ἐξῆς: ἡ ἰσχυροτάτη ἔντασις, ἡ ὁποία προέκυψε κατὰ τοὺς τελευταίους τούτους καιροὺς ἐν ταῖς σχέσεσι μεταξὺ τῶν πλειόνων ὡς ἄνω Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν τοπικῶν ρωμαιοκαθολικῶν κοινοτήτων.

Ἡ ἔντασις ἀποδίδεται:

  • τόσον εἰς τὴν ἀναβίωσιν τῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν ἀνατολικοῦ ῥυθμοῦ, καλουμένων ἐπίσης “οὐνιτικῶν”, ἥτις συνοδεύεται συχνάκις ὑπὸ φαινομένων ἀσυνήθους βίας, πρὸ πάντων προκειμένου περὶ τῆς κατοχῆς τῶν χώρων λατρείας καὶ τῶν ἐνοριακὼν οἴκων, ὡς συμβαίνει π. χ. ἐν Δυτικῇ Οὐκρανίᾳ, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι πλέον ἀνύπαρκτος σχεδόν, ἢ ἐν Ρουμανίᾳ, ὅπου ἡ κατάστασις μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Οὐνιτῶν ἐπιδεινοῦται ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν·
  • ὅσον καὶ εἰς τὴν δημιουργίαν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν παραλλήλων πρὸς τάς ἀπὸ αἰώνων ὑπαρχούσας ὀρθοδόξους τοιαύτας, ἰδίως διὰ τῆς συστάσεως νέων ἐπισκοπῶν ἐν περιοχαῖς ὅπου δὲν ὑπῆρχον προηγουμένως καὶ ὅπου αἱ ποιμαντικαὶ ἀνάγκαι τοῦ μικροῦ ποιμνίου τῶν ρωμαιοκαθολικῶν πιστῶν δὲν ἀπαιτεῖ μᾶλλον τοιοῦτόν τι, ὡς συνέβη π. χ. προκειμένου περὶ τῶν νέων ἐπισκοπικὼν ἑδρῶν, αἱ ὁποῖαι συνεστάθησαν ἐπὶ τῶν παραδοσιακῶς ὀρθοδόξων ἐδαφῶν τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας: ἐν Μόσχᾳ, Νοβοσιμπὶρκ καὶ Καραγκάντα.

Ὡς πρὸς τὴν Σερβικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία εἶχεν ἀρχικῶς ὁρίσει “ἀδελφικὸν ἀντιπρόσωπον” αὐτῆς, αὕτη ἔκρινε σκόπιμον νὰ ἀναθεωρήσῃ τὴν ἀπόφασιν αὐτῆς ταύτην, λαμβάνουσα ὑπ' ὄψιν, ὡς ἐπισήμως ἐδήλωσεν, ἀφ' ἑνὸς μὲν τάς υἱοθετηθείσας ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἕδρας θέσεις ἐπὶ τῆς αἱματηρᾶς συγκρούσεως μεταξὺ Σερβίας καὶ Κροατίας, θέσεις ἅς αὕτη θεωρεῖ ληφθείσας καὶ ἐναντίον ἑαυτῆς, ἀφ' ἑτέρου δὲ καὶ τὴν ἀναβίωσιν τῆς Οὐνίας καὶ τὸν εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν γένει ἀσκούμενον προσηλυτισμόν.

Ἡ Ὀρθόδοξος Βουλγαρικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀπέστειλε τὸν “ἀδελφικὸν ἀντιπρόσωπον” αὐτῆς, καθ' ὅτι καὶ αὕτη ἐκφράζει παράπονα δι' ἐπανειλημμένας περιπτώσεις ἐπιθετικότητος τόσον ἐκ μέρους τῆς τοπικῆς ρωμαιοκαθολικῆς κοινότητος, ὅσον καὶ ἐκ μέρους τῆς Βατικανῆς Ραδιοφωνίας, ἥτις, ἐν ταῖς πρὸ μηνῶν ἐκπομπαῖς αὐτῆς, ἐνοχοποίησε τὴν ὀρθόδοξον Ἱεραρχίαν ἐπὶ συνεργασίᾳ μετὰ τοῦ προτέρου κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος καὶ ἐκάλεσε τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἐκκλησίαν των καὶ νὰ ἐπιστρέψουν “εἰς τὸ ποίμνιον τῆς μόνης ἀληθοῦς Ἐκκλησίας”. Καὶ ἡ Ἐκκλησία αὕτη ὀφείλει τώρα να ἀντιμετωπίσῃ τὴν αὔξησιν τῆς Οὐνίας, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται διαρκῶς ἀπειλητικωτέρα.

Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, καὶ αὕτη ἀπεφάσισε νὰ μὴν ἀποστείλῃ “ἀδελφικὸν ἀντιπρόσωπον”, ἐξ αἰσθήματος ἀλληλεγγύης τόσον πρὸς τάς ὡς ἄνω Ἐκκλησίας, ὅσον καὶ πρὸς τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τῆς Τσεχοσλοβακίας καὶ τῆς Πολωνίας, αἱ ὁποῖαι, ἀφ' ἱκανοῦ χρόνου ἀγωνίζονται κυριολεκτικῶς ὑπὲρ τῆς ἐπιβιώσεώς των ἔναντι τῆς Οὐνίας.

*  *  *

Τὰ μόλις ἀναφερθέντα δημιουργοῦν εὐνοήτως ἀμηχανίαν ὄχι μόνον εἰς τάς προσκληθείσας καὶ μὴ ἐκπροσωπουμένας ἐνταῦθα Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἀλλ' εἰς ὁλόκληρον τὴν Ὀρθοδοξίαν. Εἶναι πλέον διάχυτος παρὰ τοῖς Ὀρθοδόξοις ἡ ἐντύπωσις, ὅτι ἡ ἀπὸ τοῦ πνεύματος καὶ τῶν γραμμῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἀπομάκρυνσις καθίσταται ὁλονὲν μεγαλυτέρα καὶ ὅτι αἱ κατὰ παράδοσιν ὀρθόδοξοι χῶραι, αἵτινες ἀπηλευθερώθησαν πρὸ ὀλίγου ἀπὸ τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων, θεωροῦνται ἐκ μέρους τῶν ρωμαιοκαθολικῶν των ἀδελφῶν ὡς «χῶρος ἱεραποστολῆς».

Δὲν ἀποτελεῖ πλέον μυστικόν, ὅτι τὸ ἐπιτελεσθὲν κατὰ τάς τελευταίας δεκαετίας κοπιῶδες ἔργον τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς βαθμιαίας προσεγγίσεως μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ Ὀρθοδόξου, διακυβεύεται νῦν σοβαρῶς. Ἐπίσης εἶναι ἐμφανὲς πλέον, ὅτι τὸ ἐπιτελεσθὲν ἐν τῷ Θεολογικῷ ἡμῶν Διαλόγῳ ἔργον -ἔργον θαυμαστὸν καὶ ἀληθῶς ἱστορικὸν διὰ τὸν χριστιανικὸν κόσμον- κινδυνεύει δυστυχῶς ὄχι μόνον νὰ ἀνασταλῇ ἐπ' ἀόριστον καὶ μετ' ἀγνώστων προοπτικῶν, ἀλλ' ἴσως καὶ νὰ ματαιωθῇ ὁριστικῶς λόγῳ τῆς ἄκρως τεταμένης καταστάσεως, ἥτις ἐδημιουργήθη ἐν ταῖς σχέσεσι μεταξὺ τῶν Οὐνιτικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων τοιούτων, αἵτινες καὶ ἐκπροσωποῦν ἄλλωστε τὴν ἀρχαίαν καὶ παραδοσιακὴν χριστιανικὴν πίστιν ἐν ταῖς περιοχαῖς ταύταις.

*  *  *

Ἡ ἀπουσία τῶν εἰς τὴν σπουδαίαν ταύτην Σύνοδον προσκληθεισῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τυγχάνει παρὰ ταῦτα ἐνδεικτικὴ λίαν τοῦ τρόπου, καθ' ὃν ἡ Ὀρθοδοξία ἐννοεῖ τὸν ἀπὸ κοινοῦ ἀναληπτέον νέον εὐαγγελισμὸν τῶν μήπω εὐαγγελισθέντων ἢ ἐπανευαγγελιστέων.

Εἰς τὸ μνημειῶδες κείμενον, τὸ ὁποῖον πρὸ ἔτους περίπου συνέταξεν ἐν Freising (Ἰούνιος 1990) ἡ Διεθνὴς Μικτὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξὺ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τυγχάνουν σαφοῦς διαπραγματεύσεως τὰ ὡς ἄνω προβλήματα, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν σήμερον τοσαύτην ἀμηχανίαν καὶ τοσαύτας δυσχερείας ἐν ταῖς σχέσεσι μεταξὺ τῶν δύο ἡμῶν Ἐκκλησιῶν.

Λαμβανομένου ὑπ' ὄψιν, ὅτι μετὰ τὴν Β' Βατικανὴν Σύνοδον, “αἱ Ἐκκλησίαι μας συναντῶνται ἐπὶ τῆς ἐκκλησιολογικῆς βάσεως τῆς κοινωνίας” μεταξὺ αὐθεντικῶν “ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν” (7δ), ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ “ἀπέρριψε τὴν Οὐνίαν ὡς μέθοδον ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητος, διότι εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν κοινὴν παράδοσιν τῶν Ἐκκλησιῶν μας” (6β), σημειοῦσα ἅμα ὅτι “ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος ὅπου ἐφηρμόσθη, προὐκάλεσε νέας διαιρέσεις” (6γ) καὶ ὅτι “θὰ ἦτο λυπηρὸν νὰ καταστραφῇ τὸ ἐπιτευχθὲν ἐν τῷ Διαλόγῳ σπουδαῖον ἔργον διὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ ἐπιστροφὴν εἰς τὴν μέθοδον τῆς Οὐνίας” (6δ).

Ἐν τῷ αὐτῷ κειμένῳ ἡ ἐπιτροπὴ ὁμιλεῖ περὶ τῶν προβλημάτων τοῦ “προσηλυτισμοῦ”, τονίζουσα ὅτι “πᾶσα προσπάθεια ἀποβλέπουσα εἰς τὸ νὰ προσελκύσῃ τοὺς πιστοὺς μιᾶς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἄλλην, τοῦθ' ὅπερ καλεῖται κοινῶς 'προσηλυτισμός', πρέπει ν' ἀποκλεισθῇ ὡς διαστροφὴ τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου” (7γ), ὑπογραμμίζουσα δ' ἐπίσης, ὅτι “ὁ ποιμὴν μιᾶς κοινότητος δὲν πρέπει νὰ ἐπεμβαίνῃ ἐν τῇ κοινότητι, ἡ ὁποία εἶναι πεπιστευμένη εἰς ἄλλον ποιμένα, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ συσκέπτηται μὲ αὐτὸν τὸν ἄλλον ποιμένα καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ποιμένας, οὕτως ὥστε ὅλαι αἱ κοινότητες νὰ προχωροῦν πρὸς τὸν αὐτὸν στόχον, ἐκεῖνον τῆς κοινῆς μαρτυρίας παρεχομένης εἰς τὸν κόσμον ἐν ᾧ ζοῦν” (αὐτόθι).

Ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ παρατηρεῖ ἐν τέλει, ὅτι “ὁ τρόπος, καθ' ὃν θὰ δυνηθοῦν (ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) νὰ ἀναζητήσουν ἀπὸ κοινοῦ τὴν λύσιν, θὰ ἀποτελέσῃ δοκιμὴν τῆς σταθερότητας τῶν θεολογικῶν βάσεων, αἱ ὁποῖαι ἤδη ἐτέθησαν καὶ αἱ ὁποῖαι θὰ πρέπει ν' ἀναπτυχθοῦν” (5).

*  *  *

Τὰ ἐν Freising πρὸ ἔτους καi ἀπὸ κοινοῦ λεχθέντα ἰσχύουν βεβαίως καὶ σήμερον διὰ τὴν Ορθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία πέποιθε στερρῶς, ὅτι αἱ σχέσεις αὐτῆς πρὸς τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης δύνανται καὶ πρέπει νὰ ἀναπτύσσωνται ἐπὶ τῇ βάσει τῆς εἰρημένης ἐκκλησιολογίας τῆς κοινωνίας, ἣν ἠθέλησε καὶ ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Πρὸς τούτους, θεωρεῖ ὅτι αἱ δυσχέρειαι ἐν ταῖς σχέσεσι μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν δὲν πρέπει ν' ἀποτελοῦν ἀφορμὴν πρὸς διακοπὴν τοῦ διαλόγου· ἀντιθέτως πιστεύει, ὅτι ὁ διάλογος καθίσταται ἔτι ἀναγκαιότερος, ὅταν προκύπτουν προβλήματα τὰ ὁποῖα δύνανται νὰ ἐπιλυθοῦν μόνον διὰ τοῦ εἰλικρινοῦς διαλόγου καὶ μὲ τὴν θέλησιν πρὸς ὑπερπήδησιν τῶν διαφορῶν.

Ἑπομένως ἐν τῷ πνεύματι ἀκριβῶς τούτῳ καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἐκκλησιολογίας ταύτης τῶν “ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν” καλοῦνται νῦν ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὁμοῦ μετὰ τῶν προτεσταντῶν ἀδελφῶν, νὰ ἀναλάβουν τὸ τεράστιον ἔργον τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν πιστῶν τῶν ἐν τῷ χώρῳ τῆς νέας ἡνωμένης Εὐρώπης. Παρέχεται ταύταις μοναδικὴ εὐκαιρία κοινῆς μαρτυρίας ἔναντι τῶν κριτικῶς παρατηρούντων, ἑτοίμων νὰ ἐπισημάνουν καὶ χρησιμοποιήσουν πᾶσαν ἔνδειξιν ἀνταγωνισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία πιστεύει, ὅτι ἔχομεν χρυσῆν εὐκαιρίαν διὰ νὰ δείξωμεν εἰς τὸν δυσπιστοῦντα κόσμον ὅτι -παρὰ τὰ “διαπραχθέντα σφάλματα”, περὶ τῶν ὁποίων ἐγένετο λόγος προσφάτως ἐν Santiago de Compostella, ὡς καi σήμερον τὴν πρωΐαν ἐν τῇ αἰθούσῃ ταύτῃ- δὲν ὑπάρχουν προθέσεις ἀποκαταστάσεως δομῶν τοῦ παρελθόντος, ἐμπνευσμένων ὑπὸ τῆς πάλαι ποτὲ “σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητος”, ὅτι αἱ ὁμολογιακότητες ἔχουν πλέον ὑπερπηδηθῆ καὶ ὅτι, ὄχι μόνον εἴμεθα “ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι”, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἐνεργοῦμεν ὡς τοιαῦται, ἀναζητοῦσαι ἐν παντὶ τὴν ὁδὸν τοῦ διαλόγου καὶ τῆς συνεργασίας.

Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουν εἰλικρινῶς, ὅτι ἡ κοινὴ αὕτη μαρτυρία δύναται να ἐπιτευχθῇ διὰ τῆς ἀγάπης καὶ ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, διὰ τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὰς ἐκκλησιολογικὰς δομάς, τὰς εὐαισθησίας καὶ τὰς ποιμαντικὰς προτεραιότητας ἑκάστης Ἐκκλησίας καὶ διὰ τῆς μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀλληλοσυμπαραστάσεως πρὸς δυναμικωτέραν καὶ ἀποτελεσματικωτέραν πραγμάτωσιν κοινοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου μεταξὺ τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν, κηρύγματος τὸ ὁποῖον ν' ἀνταποκρίνηται πρὸς τὰς μεγάλας ἱστορικὰς προκλήσεις, τὰς ὁποίας θέτουν αἱ ταχύταται ἀλλαγαὶ καὶ τὰ νέα πλαίσια τῆς Εὐρώπης.

Τὸ ἀδιέξοδον τοῦ συγχρόνου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἀποτελεῖ πλέον κοινὸν πρόβλημα δι' ὅλας τὰς εὐρωπαϊκὰς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι ἡ κατ' ἐξοχὴν πραγματικότης, ἡ ὁποία φέρει οὐσιαστικῶς πλησίον ἀλλήλων τάς Ἐκκλησίας ἐν κοινῇ καὶ ταπεινῇ ἀναζητήσει τῶν εὐθυνῶν των. Μόνον ἐν κοινῇ οἰκουμενικῇ προσπαθείᾳ θὰ δυνηθοῦν αἱ Ἐκκλησίαι νὰ κηρύξουν ἀποτελεσματικῶς τὴν ἀλήθειαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς καθολικότητος, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἀπάντησις δυναμένη νὰ ἑνοποιήσῃ τὴν κατακερματισμένην ζωὴν τοῦ σημερινοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου· νὰ διαδώσουν τὴν εἰκόνα τῆς “Βασιλείας” καὶ τοῦ “κατ' ἀλήθειαν τρόπου τῆς ὑπάρξεως” ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς προσωπικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς βαθέως ἐκκοσμικευμένης ἐν τῇ συγχρόνῳ Εὐρώπῃ κοινωνικῆς ζωῆς· νὰ φέρουν, τέλος, εἰς τὰ ὅρια τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς οἰκονομίας τῆς ἀναδυομένης νέας Εὐρώπης τὴν δυναμικὴν ἀντίληψιν, ἣν ἔχουν περὶ ἱστορίας, καὶ τὴν ἀπάντησίν των εἰς τὴν πρόκλησιν τῆς χρήσεως καὶ καταχρήσεως τῆς Δημιουργίας.

Οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦν, ὅτι ἡ ἑνότης καὶ ἡ σύμπραξις τῶν Ἐκκλησιῶν ἀποτελεῖ τὸ μέγα σύμβολον, ὑπὸ τὸ ὁποῖον ὀφείλομεν ν' ἀναλάβωμεν τὸν νέον εὐαγγελισμὸν τῆς Εὐρώπης.

[Μετάφραση απ’ το ιταλικό πρωτότυπο]

[ Σπυρίδων, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999), Η Παρακαταθήκη,
  Αθήνα (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα), 2005, σσ. 36-41 ]